Νιώθουμε θιγμένοι όταν δεν εισπράττουμε σεβασμό. Τον οποίον για να τον εισπράξουμε πρέπει καταρχάς να τον έχουμε , να σεβόμαστε τον εαυτό μας, και κατά δεύτερον να βάζουμε όρια ώστε να τον κερδίζουμε. Όταν έχουμε όρια, τότε έχουμε και έλεγχο σε ότι σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε και ζούμε. Τα όρια ουσιαστικά αφορούν την αποδοχή της ευθύνης για τον εαυτό μας και το περιβάλλον μας. Η καθιέρωση σαφών ορίων επιδεικνύουν αυτοσεβασμό και είναι βασικό συστατικό για να γίνουμε πνευματικά δυνατότεροι και ψυχικά υγιέστεροι.
Αυτό που καθιστά την θέσπιση ορίων δύσκολο για πολλούς ανθρώπους είναι ο φόβος της εγκατάλειψης ή μη αποδοχής (απόρριψης) από το περιβάλλον, η επιθυμία να αρέσουν καθολικά και άκριτα, και η αβεβαιότητα για το τι να κάνουν αν ξεπεραστούν αυτά τα όρια, δηλαδή η ευθύνη με πράξεις στην διατήρησή τους. Τα σημάδια ότι δυσκολεύεσαι εξαιρετικά να θέσεις όρια είναι συγκεκριμένα:
Οι άνθρωποι αναζητούμε πρότυπα συσχέτισης εννοιών ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν , με σκοπό να αποδώσουμε νόημα σε κάθε τι. Θέλουμε να συνδέσουμε τις τελείες ακόμα και όταν οι πληροφορίες ή τα δεδομένα είναι εντελώς άσχετα ή τυχαία μεταξύ τους γιατί πολύ απλά όταν τα ανούσια πράγματα γίνονται σημαντικά, η ύπαρξη μας αισθάνεται ιδιαίτερη. Η Αποφένια είναι μια ευρεία έννοια που περιλαμβάνει την αντίληψη ύπαρξης κάποιου προτύπου σε οτιδήποτε, από την ακολουθία αριθμών στα κέρδη του λαχείου έως ένα μοτίβο σε στατιστικά δεδομένα ή σε επαναλήψεις τυχαίων γεγονότων.
Κάθε μας ένστικτο, όσο επιφανειακά κι αν εκφράζεται, ουσιαστικά συνδέεται με τα δυο βασικά μας της επιβίωσης (ζωής), και του θανάτου.
Τι μας κάνει να εμπιστευόμαστε ακραία το ένστικτό μας; Γιατί δύσκολα το αμφισβητούμε; Κι είναι τελικά ένας ασφαλής οδηγός για τις επιλογές μας;
Σε όλους μας εκφράζεται κατά καιρούς το φαινόμενο της παράδοξης επιθυμίας. Ως τέτοια εννοούμε οποιαδήποτε κατάσταση την οποία η λογική λέει ότι πρέπει να αποφύγουμε, αλλά υπάρχει η έντονη επιθυμία μας να την ακολουθήσουμε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της παράδοξης επιθυμίας είναι το φαινόμενο «υψηλής θέσης» όπως ονομάζεται: εάν βρεθούμε στην άκρη της στέγης ενός πολύ ψηλού κτιρίου το να κοιτάξουμε κάτω είναι παραπάνω από τρομακτικό. Αυτό δεν οφείλεται μόνο λόγω του συνειδητού φόβου να πέσουμε, αλλά και της ασυνείδητης επιθυμίας και παρόρμησης να πηδήξουμε. Αυτό έχει ονομαστεί «φαινόμενο υψηλής θέσης» και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένδειξη αυτοκτονικού ιδεασμού. Συχνά εμφανίζεται σε άτομα που είναι ευαίσθητα στο άγχος και γενικά εμφανίζεται έως και στο 60% του γενικού πληθυσμού χωρίς καμία κλινική διάγνωση.
Η ζήλεια είναι φυσιολογικό συναίσθημα το οποίο κάθε άνθρωπος θα νιώσει κάποιες στιγμές της ζωής του , και μπορεί να έχει και θετικό αντίκτυπο ενεργοποιώντας τον προς την κατεύθυνση επίτευξης ή απόκτησης.
Όταν η ζήλεια αποκτά διάρκεια και εκτείνεται ως συναίσθημα σε μια διαρκή αρνητικότητα προς κάθε κατάσταση που δεν περιλαμβάνει το άτομο, τότε μιλάμε για φθόνο. Συνοπτικά προσωπικά την ζήλεια θα την όριζα ως «επιθυμώ αυτό που έχεις ή σου συμβαίνει» και τον φθόνο ως «δεν αντέχω να σε βλέπω να έχεις ή να σου συμβαίνει αυτό που επιθυμώ αλλά δεν συμβαίνει σε μένα».
Οι απολαύσεις είναι αισθήσεις , κυρίως υποκειμενικές – Immanuel Kant.
Η υποκειμενική αίσθηση αντίληψης μιας αρνητικής ευχαρίστησης , δείχνει να προσφέρει σημαντικές εξηγήσεις σε κάποιες σημαντικές αντικοινωνικές συμπεριφορές όπως η βία, η κλεπτομανία, η πυρομανία και άλλες αντίστοιχες. Η αρνητική ευχαρίστηση είναι ουσιαστικά ένα παράδοξο της ευχαρίστησης: κοινωνικά τιμωρητικές ή απωθητικές στην επιφάνεια τους πράξεις, προσφέρουν υποκειμενική ικανοποίηση κι ευχαρίστηση σε υψηλό βαθμό κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.
Αν και ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι το επάγγελμα του ψυχολόγου δεν εμπεριέχει κινδύνους, εντούτοις ορισμένοι ασθενείς μπορεί να γίνουν πραγματικά επικίνδυνοι , όχι γιατί το επιλέγουν, αλλά γιατί είναι η φύση της ασθένειάς τους τέτοια.
Οι επίσημες έρευνες στην Αμερική δείχνουν ότι ένα ποσοστό 35-40% των ψυχολόγων θα δεχθούν μια μορφή επίθεσης σε κάποια στιγμή της σταδιοδρομίας τους,απο την απλή λεκτική επίθεση ως και την σωματική επίθεση. Επίσης οι έρευνες έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος αυξάνει στην έναρξη του επαγγέλματος για κάθε ψυχολόγο κυρίως λόγο της παραμέρισης των κινδύνων λόγω του ενθουσιασμού τους. Επίσης ο κίνδυνος αυξάνεται σε ψυχολόγους που ειδικεύονται σε συγκεκριμένες ψυχικές παθήσεις όπως η σχιζοφρένεια και άλλες σχιζότυπες. Αν και οι περισσότερες τέτοιες «επιθέσεις» δεν έχουν τελικά σοβαρό τραυματισμό, (χωρίς να λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις δολοφονίας ψυχολόγου στην Αμερική), εμπεριέχουν όμως υψηλή συναισθηματική φόρτιση και αποδιοργάνωση για το σύνολο της θεραπευτικής σχέσης.