Το κόμπλεξ κατωτερότητας

Tα «κόμπλεξ» είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους και εκλαϊκευμένους ψυχολογικούς όρους, που συνηθίζουμε όλοι να χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε οποιαδήποτε συμπεριφορά μάς φαίνεται απλά  προβληματική ή ελλειμματική. H λέξη περιέχει και έναν αρνητικό, υποτιμητικό τόνο: λέμε συχνά «είναι κομπλεξικό άτομο» για κάποιον που μας εκνευρίζει ή δεν μας ταιριάζει η συμπεριφορά του, χωρίς να δείχνουμε την επιείκεια που θα εκφράζαμε σε κάποιον που θα θεωρούσαμε ότι έχει ψυχολογικό πρόβλημα.

Στην πραγματικότητα όμως το κόμπλεξ κατωτερότητας είναι ψυχολογικό πρόβλημα, είναι ψυχολογική ασθένεια.

Tα κόμπλεξ εμποδίζουν τους ανθρώπους να εμπιστευτούν τον εαυτό τους και τις ικανότητές τους. H λέξη «κόμπλεξ» σημαίνει σύμπλεγμα και προέρχεται από τους πρώτους ψυχολόγους: τον Freud, ο οποίος μίλησε για συγκρούσεις μεταξύ τάσεων και ορμών του εαυτού και κανόνων και αρχών του περιβάλλοντος, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε τραύματα και συμπλέγματα αρνητικών βιωμάτων, και κυρίως τον Adler, ο οποίος τόνισε ιδιαίτερα τη σημασία του αισθήματος κατωτερότητας για την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Σύμφωνα με τον Adler, κάθε άνθρωπος γεννιέται με κάποιες αδυναμίες, δυσχέρειες - είτε σωματικές είτε κοινωνικές. Για να μπορέσει να τις ξεπεράσει, χρειάζεται να αναπτύξει, μέσω της προσοχής, της φροντίδας και της αγάπης των δικών του, αίσθημα αυτοεκτίμησης, εμπιστοσύνη στον εαυτό του, καθώς επίσης και αίσθημα κοινωνικότητας, ικανότητα συνύπαρξης με το περιβάλλον του. Στην αντίθετη περίπτωση, εγκλωβίζεται στο αίσθημα μειονεκτικότητας και ανεπάρκειας και αποκτά μία εγωιστική, επιθετική στάση, η οποία -καθόλου σπάνια- στρέφεται ενάντια στις ανάγκες και τις επιθυμίες του ίδιου του εαυτού.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, προερχόμαστε και ανατρεφόμαστε από γονείς που και οι ίδιοι έχουν αδυναμίες και μειονεκτήματα και οι οποίοι δεν μπορούν να μας στηρίξουν τόσο ώστε να ξεπεράσουμε κάθε αίσθημα μειονεκτικότητας και κατωτερότητας. Αντίθετα, μπορούμε να πούμε ότι συχνά οι ίδιοι οι γονείς ενισχύουν τα «κόμπλεξ», επισημαίνοντας ότι στον έναν ή στον άλλον τομέα οτι δεν είμαστε επαρκείς, ότι υστερούμε, ότι οι άλλοι είναι πολύ καλύτεροι από εμάς. Σε μερικούς ανθρώπους αυτό μεταφράζεται στην ενήλικη ζωή τους ως η έλλειψη ικανοποίησης με τον εαυτό τους ή με ένα στοιχείο του εαυτού τους, που είναι τόσο έντονη, που καλύπτει απόλυτα κάθε πτυχή της ζωής τους, και κάνει τους πάντες γύρω τους να δυστυχούν και τους ίδιους να θεωρούν φοβερά αδιέξοδη και μονότονη της ζωή τους. Για αυτό τα άτομα με κόμπλεξ κατωτερότητας τείνουν να γίνονται ιδιαίτερα επιθετικά προς τους άλλους, αρέσκονται να προκαλούν τον πόνο, προκειμένου να αισθανθούν καλύτερα. Και πάντα υποτιμούν οποιονδήποτε άνθρωπο θα τους δώσει μεγαλύτερη αξία από αυτήν που οι ίδιοι πιστεύουν ότι έχουν. Επίσης η αίσθηση ότι μειονεκτούνε τους χρησιμεύει για να μην αντιμετωπίζουν, όχι μόνο δυσάρεστες καταστάσεις, αλλά και απλές καθημερινές υποχρεώσεις της ζωής τους (παρουσιάζουν πολύ συχνά αναβλητικότητα για αντικειμενικά πολύ απλές διαδικασίες).

Υπάρχει τρόπος να θεραπεύσουμε τα κόμπλεξ;

Συνήθως, όταν πιστεύουμε ότι μειονεκτούμε σε κάτι, ρίχνουμε το βάρος σε κάτι άλλο για να αναπληρώσουμε το «έλλειμμα». Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα άτομα με κόμπλεξ κατωτερότητας πολύ σπάνια έχουν εντοπίσει σε ποιους τομείς αισθάνονται μειονεκτικά, οπότε και η αναπλήρωση αυτή, είναι καθολική στην συμπεριφορά τους και οδηγεί συνήθως σε εθιστικές, τελετουργικά επαναλαμβανόμενες, συμπεριφορές (πχ θα βγούνε πάντα στα ίδια μέρη, με τις ίδιες παρέες – συνήθως άτομα χαμηλότερης κοινωνικής τάξης από τους ίδιους, εώς και τις ίδιες πάντα ώρες γιατί  έτσι αισθάνονται ασφαλείς. Κάθε τι καινούργιο τους πανικοβάλλει ακόμα κι αν πρόκειται για μια απλή κι ευχάριστη για τους περισσότερους ανθρώπους δραστηριότητα. Πολλές μάλιστα φορές έχουν έναν αυτοματισμό απόρριψης κάθε πρότασης για οτιδήποτε διαφορετικό, απο μια απλή έξοδο ως κάτι σοβαρότερο).  Αυτό λοιπόν που θα πρέπει αρχικά να γίνει είναι να  παρατηρηθεί η συμπεριφορά τους και κατανοήσουν οι ίδιοι με ποιο τρόπο τρέφουν το αίσθημα κατωτερότητας τους. Θα πρέπει ουσιαστικά δηλαδή να τολμήσουν να δείξουν περισσότερο, αυτό που συνηθίζουν για χρόνια να κρύβουν. Κι επειδή το αίσθημα κατωτερότητας είναι κομμάτι του εαυτού τους, αυτά  μπορεί να γίνει μόνο μέσω της ψυχοθεραπείας και της βοήθειας ψυχολόγου.

Άνθρωποι με έντονο το αίσθημα κατωτερότητας υποτιμούν όσους ενδιαφέρονται γι’ αυτούς, κι αδυνατούν να καταλάβουν ότι κάποιος μπορεί να τους αγαπάει πραγματικά για αυτό που είναι. Για αυτό και παρουσιάζουν το παράδοξο της προσκόλλησης σε άτομα και παρέες με τους οποίους δεν υπάρχει ουσιαστική σύνδεση, και προσκόλλησης σε επιφανειακές ανούσιες συναναστροφές , παρόλο που διακαώς επιθυμούν το αντίθετο.

Mersinias Thomas, TEDx speaker,

Clinical Psychologist, Mental Health Counselor

©www.mersinias.gr